- αμβολογήρα
- ἀμβολογήρα, η (Α)αυτή που αναβάλλει τα γηρατιά, που διατηρεί επί μακρόν τη νεότητα(επωνυμία τής Αφροδίτης στην αρχ. Σπάρτη).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβολὴ + γῆραςτο πρόθημα ἀμβ- χαρακτηριστικό ποιητικών λ., αντί τού ἀναβ-].
Dictionary of Greek. 2013.